Ο Κόντογλου γεννήθηκε στο Αϊβαλί της Μ. Ασίας στις 8 Νοεμβρίου 1895. Ένα τόπο που δεν υπήρχαν εκκλησίες με βυζαντινή ζωγραφική. Ο πατέρας του πέθανε όταν ήταν 2 χρονών και τον μεγάλωσε η μητέρα του με τη βοήθεια του αδελφού της που ήταν αρχιμανδρίτης και ηγούμενος στο μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής.
Στο ομώνυμο χωρίο πέρασε όλα τα παιδικά του χρόνια μέσα στη φύση, δίπλα στη θάλασσα με παρέα απλούς ανθρώπους, ψαράδες και βοσκούς. Εκεί μαθαίνει τα πρώτα του γράμματα απο τα βιβλία-τροπάρια της εκκλησίας και η ζωγραφική του είναι ρεαλιστική. Τελειώνει στο Αϊβαλί το Γυμνάσιο
Έργο του 15 χρονου Κόντογλου |
Στο Πολυτεχνείο στην Αθήνα μπήκε
αμέσως στη Γ΄ τάξη. Ζεί
έχοντας οικονομική βοήθεια
απο τον θείο
του. Σπουδάζει την ακαδημαϊκή
τεχνοτροπία με καθηγητές (της «σχολής» του
Μονάχου που τον εντυπωσιάζει αυτού
του είδους η αισθητική
μορφή, φόρμα και «ρυθμός»)
τον Καλούδη, Γερανιώτη..και διευθυντή
τον Ιακωβίδη .
Αρχικά ο
Κόντογλου κάνει κάποια
αντίγραφα και γράφει
σχετικά: « Δεν ξεσήκωσα απλά
τα ωραία αυτά
χειροτεχνήματα παρά τα
διερμήνευσα».
Εκεί,
στις καλλιτεχνικές συζητήσεις κάποιων
καθηγητών με μαθητές, ο
Κόντογλου έδειχνε τη
προτίμηση του στον
ζωγράφο Βελάσκεθ. Διακόπτει
τις σπουδές του
και ταξιδεύει στην Ευρώπη δουλεύοντας παράλληλα
όπου βρει.
Ζει στο
Παρίσι 5 χρόνια, όπου εικονογραφεί
βιβλία και περιοδικά. Εκεί έγραψε και το πρώτο του βιβλίο "Pedro Cazas". Γνωρίζει και
μελετά τον Σιμωνίδη, απορρίπτει την
αφαίρεση και τον
κυβισμό (κινήματα που γνωρίζει
από κοντά) και συμπληρώνει
τη μόρφωση του
μελετώντας τη τέχνη
των αρχαίων του
μεσαιωνικού ελληνισμού και
του στοχασμού. Επισκέπτεται μουσεία
και βιβλιοθήκες, ασχολείται και
με τη προσωπογραφία.
Το
1919 επιστρέφει στο
Αϊβαλί. Εκεί ιδρύει τον πνευματικό σύλλογο "Νέοι άνθρωποι" όπου
συμμετείχαν ο Ηλίας Βενέζης και ο Στρατής Δούκας. Διορίζεται στο
Παρθεναγωγείο Κυδωνιών όπου διδάσκει γαλλικά και ιστορία τέχνης. Εκδίδει
το βιβλίο του "Pedro Cazas" και το
1922 με τη
Μικρασιατική καταστροφή έρχεται
πρόσφυγας στην Αθήνα.
Στις
προσωπογραφίες του δεν
χρησιμοποιεί μόνο το
σχέδιο για την
απόδοση του ψυχισμού
του μοντέλου του
αλλά κυρίως χρησιμοποιεί
το χρώμα, δημιουργώντας (για
τα δεδομένα της εποχής
που ενδιέφερε απλά
η σκιαγράφιση ηλικίας, κοινωνικής τάξης
του μοντέλου και
υπήρχε μια αδιαφορία
για τον ψυχισμό
του εικονιζόμενου ) μια πρωτότυπη
έκφραση προσωπογραφίας.
Στο Άγιον
Όρος πηγαίνει το
1923 και μένει
για μήνες. Εκεί, η επαφή
του με τη
βυζαντινή τέχνη (κρητικής
σχολής) αποτελεί σταθμό στο
έργο του και
σε όλη τη
ζωή του. Συγγραφικά και
εικαστικά υποστηρίζει παθιασμένα
την ανάγκη δημιουργίας
μιας ελληνικής τέχνης
που κυρίως να
βασίζεται στη βυζαντινή & μεταβυζαντινή τέχνη.
Σε αυτή
τη πρώτη του
επαφή στο Άθω
γράφει:
«..δεν
περίμενα να βρω μια τέχνη τόσο
τέλεια μέσα στις
εκκλησίες των μοναστηριών.
Από όσα
είχα διαβάσει για
τη βυζαντινή τέχνη
είχα την ιδέα
πως η τέχνη
τούτη είναι άξια
μικρότερης προσοχής από εκείνη της Ιταλικής
Αναγέννησης. Βρίσκονται στον Άθω
ζωγραφιές της πιο
σπάνιας τελειότητας.. Καθ' όσο τουλάχιστον
το κρίνω εγώ, είναι
πολύ σπάνιο να
τύχει κανείς έργα
με μια τέτοια
καλλιτεχνική σοφία και
γιομάτα από τόσο
έντονο ρυθμό..»
Δια χειρός Κόντογλου |
Σε αυτό
το κείμενο είναι
φανερή η έκπληξη
του για τη
βυζαντινή τέχνη (τη τέχνη
της Ορθοδοξίας) μια
και ο Κόντογλου
μέχρι τότε είχε
δυτικότροπη παιδεία. Ο Κόντογλου όσον αφορά
τη δυτική καλλιτεχνική
πρωτοπορία δεν την αγνόησε αλλά
την απέρριψε, αφού πρώτα τη
μελέτησε σε βάθος. Αισθητικά και διανοητικά
είχε ευρωπαϊκή προσέγγιση. Συναισθηματικά-βιωματικά όμως
ήταν εντελώς διαφορετικά
τα πράγματα λόγω
της ορθόδοξης παιδικής
αγωγής του (αρχιμανδρίτη θείο) και
ζωής γενικότερα. Το 1925 παντρεύεται την Μαρία Χατζηκαμπούρη και θα μείνουν στην Νέα Ιωνία.
Το
1926 ζωγραφίζει τον «Μακεδονομάχο». Βυζαντινή τεχνική & τεχνοτροπία, έλλειψη προοπτικής, επίπεδη φόρμα, έντονα
περιγράμματα, σκληρές πτυχώσεις,
ελλειπτικό τοπίο.
Κόντογλου |
Προτιμά τους
ζωγράφους επί τουρκοκρατίας
και όσους ανήκουν
στα πιο λαϊκά
ρεύματα. Αυτή του την
εκτίμηση θα τη
διατηρήσει σε όλη
του τη ζωή. Σε ένα έγγραφο του
το 1933 μιλώντας
για ένα ζωγράφο
της μονής Καισαριανής
αναφέρεται σχετικά:
« Τα έργα
του έχουν την
περίεργον εκείνη αρχαϊκότητα, όπου δεν
είναι μια απομακρυσμένη
και νοερή ανάμνησις
του κλασικού κόσμου, αλλά
στοιχείον ζωντανόν, πηγάζον απο
τας αστέρευτους πηγάς της
λαϊκής ψυχής. Αυτό το
φαινόμενο του ζωντανού
αρχαϊσμού είναι συχνόν
εις τους ζωγράφους
τη Τουρκοκρατίας».
Ο Κόντογλου
έχει εμμονή με την αναβίωση
της βυζαντινής παράδοσης
που ίσως για
κάποιους να βγάζει
κάποιον συντηρητισμό.
Δεν επιτρέπει
την απώλεια μνήμης
για τις χαμένες
πατρίδες και με τη τέχνη
του αυτό το
υπερασπίζεται προβάλλοντας
ανάλογο έργο, με
σκοπό την εθνική
συνείδηση σε καιρούς
ορθολογισμού (δύση) και απιστίας.
Ο κόσμος
ως υψηλό ιδανικό
του είχε τα
δυτικά πρότυπα ζωής
σε σημείο ίσως
ακόμη και δουλικότητας
προς αυτά.
Τι θα
γινόταν με τη
δική μας ελληνική
παράδοση;
«Ακόμη και
το στήριγμα του
κόσμου που ήταν
για αιώνες η
εκκλησία, τώρα παράπαιε,
αφήνοντας να μπει απο το παράθυρο
ο καθολικισμός και
ο προτεσταντισμός που
φοβόταν...Ο Κόντογλου
επαναστάτησε ελέγχοντας με
δριμύτητα τους δεσποτάδες και
αρχιεπισκόπους για την
αλλοίωση του πνεύματος
της ορθοδοξίας, τη παραχάραξη
της παράδοσης, τη φθορά
της βυζαντινής μουσικής...» αναφέρει ο
Τσαρούχης για τον
δάσκαλο του.
"Αρματωλοί και κλέφτες" 1948, δημαρχείο Αθήνας |
Ο Κόντογλου
αγαπούσε τον Θεόφιλο και τον Καραγκιόζη. « Η πολιτεία
θα κάνει καλά
να βάλει ένα
καραγκιοζοπαίχτη σε κάθε
χωριό για να
κρατήσει ψηλά το
φρόνημα του λαού
και των παιδιών» έγραφε. Είχε και ένα έργο του
Θεόφιλου σπίτι του.
Ο Κόντογλου μας
δείχνει από το
έργο του (ειδικά
όσον αφορά την
αντίληψη της φόρμας)
τη συγγένεια με
τις μορφές της
λαϊκής τέχνης και
τον ψυχισμό του
λαϊκού τεχνίτη. Βλέπε το
έργο του «Ο Μακεδονομάχος»,
το πορτρέτο της
Μαρίας το 1928
αλλά και στα
τελευταία του όπως
«Τίμων ο μισάνθρωπος».
"Πρόσφυγές" ή "Η κοιλάδα του Κλαθμώνος" |
Η νεωτερικότητα
στο έργο του
Κόντογλου έγκειται στο
ότι δεν εξαντλείται
στη μίμηση ή
στα γραφικά στοιχεία. Η
φόρμα που τον
εκφράζει και προωθεί,
αντιστρατεύεται τον ακαδημαϊσμό
της εποχής, αναγνωρίζει τη
αξία του λαϊκού
ήθους και περιφρονεί
το αστικό γούστο
με τους πίνακες-ελαιογραφίες να
κυριαρχούν με στόχο
τη διακόσμηση των
σαλονιών και την ανάδειξη
το που ανήκει
κοινωνικά ο ιδιοκτήτης
τους. Γιαυτό το
λόγο, ο Κόντογλου επιλέγει
τη τοιχογραφία (φρέσκο)
που στον Μεσαίωνα
είχε μεγαλουργήσει όπως
και στις μονές-ναούς
επι τουρκοκρατίας.
Το τοιχογραφικό Σύνταγμα του Κόντογλου στο σπίτι του |
Έργο έμβλημα
του Κόντογλου είναι
το τοιχογραφικό σύνταγμα
που μαζί με
τους μαθητές του
Εγγονόπουλο και Τσαρούχη φιλοτέχνησε τότε στο
καθιστικό τοίχο του
σπιτιού του.
Έργο με
συμβολικούς χαρακτήρες. Τα υλικά
του και οι
εικονογραφικές του επιλογές
μας κάνουν προφανές
το αισθητικό του
πιστεύω. Η σύνθεση είναι
δομημένη σε 4 ζώνες. Στην
επάνω ζώνη εικονίζονται
προτομές μυθικών προσώπων, όπως ο
Όμηρος, Πυθαγόρας, Θεοτοκόπουλος, Φράγκος Κατελάνος, Ηρόδοτος, Μπεζάτ ο
Πέρσης, ο Διογένης...Μια σύζευξη
Ανατολής-Δύσης, χριστιανισμού-παγανισμού, θεολογίας-παιδείας.
Στη ΄β
ζώνη υπάρχουν οι
συνθέσεις του «Φτυχισμένου
Κονέκ-Κονέκ», «του βασιλιά της
Ιάβας», «ο κατακλυσμός»...(
πρωτόγονοι πολιτισμοί που
διαλύονται απο Ευρωπαίους
αποικιοκράτες)
Κυρίως όμως δεσπόζει
η επιγραφή - αισθητικό μανιφέστο «Επειδή οι
άνθρωποι χάσανε τη
γέψη της απλής
τέχνης». Στην ίδια ζώνη
εικονίζεται ο ίδιος, η
γυναίκα του και
η κόρη του.
Στη γ΄ ζώνη
ο Κόντογλου δίνει
μνήμη σε 3 διαφορετικούς πολιτισμούς
που έχουν πληγεί
από τη δυτική
αλαζονεία: Βραζιλία, Ινδονησία
και η ελληνική
Μ.Ασία. Σκοπός του να
καταγγείλει τις θεωρίες
υπεροχής του ενός
πολιτισμού έναντι του
άλλου. Πιστεύει στη δημοκρατία
των πολιτισμών και
με το έργο
του υπονομεύει τη
δύση με τις
θεωρίες της, την επιθετική της
πολιτική και το
κλασικιστικό της δυτικό
μοντέλο. Θέματα του: ο φακίρης
της Ινδίας, ενας ασκητής-ίσως
ο Ιωάννης ο
βαπτιστής, ο άγριος της
Βραζιλίας, ο Αϊβαλιώτης καπετάνιος, ο
άγριος της Γιάβας.
Ο Κόντογλου είχε
εργαστεί και ως συντηρητής εικόνων σε μουσεία όπως στο Βυζαντινό
Μουσείο στην Αθήνα, στου Καϊρου και στο Μυστρά, εικονογράφισε το
δημαρχείο της Αθήνας και αγιογράφησε εκκλησίες όπως την Αγ. Βαρβάρα στο
Αιγάλεω, Καπνικαρέα, την Μητρόπολη στη Ρόδο.
Πέθανε στην Αθήνα στις 13 Ιουλίου 1965 από μετεγχειρητική μόλυνση.
Έργο του Κόντογλου |
Κόντογλου |
Ο Κόντογλου με τη γυναίκα του |
Έργο του Κόντογλου |
Ο Κόντογλου νεαρός |
Ο Κόντογλου σε μεγάλη ηλικία |
Έργο του Κόντογλου |
Κόντογλου σε μια σπάνια φώτο |
Έργο του Κόντογλου |
Έργο του Κόντογλου |
Έργο του Κόντογλου |
Ο Κόντογλου έχει
αφετηρία του ένα
κόσμο που του
τον πήραν, βρίσκεται σε ένα κόσμο
που δεν του
είναι αρεστός, αλλά αποζητά
και ονειρεύεται ένα
κόσμο πολύ διαφορετικό
ως και το
τέλος της ζωής
του, χωρίς να χάνει
τη πίστη του
και την επιμονή
του.
ΜΑΡΙΑ ΖΩΓΡΑΦΟΥ ΟΥΖΟΥΝΟΓΛΟΥ
ΜΑΡΙΑ ΖΩΓΡΑΦΟΥ ΟΥΖΟΥΝΟΓΛΟΥ
ΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
"Οἱ ἄνθρωποι καταντήσανε σὰν ἄδεια κανάτια, καὶ προσπαθοῦν
νὰ γεμίσουν τὸν ἑαυτό τους, ρίχνοντας μέσα ἕνα σωρὸ σκουπίδια, ἐκθέσεις μὲ τερατουργήματα,
μπάλλες, ὁμιλίες καὶ ἀερολογίες, καλλιστεῖα, ποὺ μετριέται ἡ ἐμορφιὰ μὲ τὴ μεζούρα,
ἠλίθιους καρνάβαλους, συλλόγους λογῆς-λογῆς μὲ γεύματα καὶ μὲ σοβαρὲς συζητήσεις
γιὰ τὸν ἴσκιο τοῦ γαϊδάρου, συνδέσμους ἀφιερωμένους στοὺς ἀποθεωμένους ἄνδρας τῆς
Εὐρώπης κι ἕνα σωρὸ ἀλλὰ τέτοια. Αὐτή, μὲ μιὰ ματιά, εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς ἀνθρωπότητας
σήμερα, ποὺ νὰ μὴν ἀβασκαθεῖ! Ποῦ νὰ βρεῖ κανένας καταφύγιο; ... -Δόξα στὸν
Θεό, ποὺ ὑπάρχει ἀκόμα κάποιο καταφύγιο γιὰ μᾶς ποὺ δὲν εἴμαστε σὲ θέση νὰ
νοιώσουμε «τὸ μεγαλεῖο της ἐποχῆς μας». Δόξα στὸν θεὸ ποὺ ὑπάρχουν ἀκόμα
κάποιοι τόποι ποὺ δὲν τοὺς ἐξήρανε αὐτὴ ἡ φυλλοξήρα ποὺ λέγεται σύγχρονος
πολιτισμός."
"Καλὸ εἶναι νὰ ὑπάρχεις, ἀλλὰ νὰ ζεῖς εἶναι ἄλλο πρᾶγμα"
"Καλὸ εἶναι νὰ ὑπάρχεις, ἀλλὰ νὰ ζεῖς εἶναι ἄλλο πρᾶγμα"
"Τι μας λείπει και πάμε
στα Παρίσια και στ' άλλα μέρη της Ευρώπης για να μάθουμε τέχνη, χωρίς να
μαθαίνουμε τίποτα; Να δούμε πότε θ' ανακαλύψουμε εμείς οι Έλληνες την Ελλάδα,
όπως ανακάλυψε την Αμερική ο Κολόμβος!"
Απο το "Η πονεμένη Ρωμιοσύνη", 1965,
Εκδοτικός Οίκος "Αστήρ"
ΠΗΓΗ. texni-zoi.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου