Επιμέλεια κειμένου - Φωτογραφίες. Θάνος Ευθύμερος
Το Νυμφαίο βρίσκεσαι σε υψόμετρο 1.350 μέτρων, στις πλαγιές του όρους Βίτσι. Σε περιβάλλουν πυκνά δάση από οξιές, ενώ γύρω σου βλέπεις έναν οικισμό-αριστούργημα.
Το 1978κηρύχθηκε κι επίσημα ως διατηρητέος παραδοσιακός οικισμός,.
Την αλλοτινή λάμψη του Νυμφαίου συνοψίζει η φράση ενός Γερμανού καθηγητή του 1889 ότι «δεν είχε να ζηλέψει τίποτε από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες».
Σύμφωνα με την παράδοση, οικισμός υπήρχε στην περιοχή ήδη από τον 14ο αιώνα.
Αρχικά ονομάστηκε Νιβεάστα, μετά από μια περίοδο επιθέσεων Αρβανιτών έγινε Νέβεσκα και το 1927 μετονομάστηκε σε Νυμφαίο. Η μεγάλη οικονομική άνθιση διήρκεσε κυρίως από τον 19ο αιώνα μέχρι τον Μεσοπόλεμο, όταν οι κάτοικοι διακρίθηκαν για το επιχειρηματικό τους δαιμόνιο.
Ήταν αρχικά κυρατζήδες, φραγκοράφτες, βαφείς, αλλά κυρίως χρυσικοί. Από τα τέλη του 17ου αιώνα, επίσης, εγκαταστάθηκαν Βλάχοι αργυροχρυσοχόοι και για τρεις αιώνες το Νυμφαίο έγινε ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα αργυροχρυσοχοΐας στα Βαλκάνια.
Το χρυσάφι ερχόταν από την Αίγυπτο και το ασήμι από την Ευρώπη. Οι δε Νυμφαιώτες ταξίδευαν στα Βαλκάνια, στη Ρωσία και σε όλα τα νησιά της Ελλάδας, πουλούσαν τα δημιουργήματά τους κι άνοιγαν μαγαζιά στο εξωτερικό.
Έτσι, η συντεχνία των χρυσοχόων έγινε πολύ ισχυρή. Αργότερα πολλοί ασχολήθηκαν με το εμπόριο καπνού και βαμβακιού, στήνοντας επιχειρήσεις στις καπναγορές του Αμβούργου, του Λονδίνου, της Βιέννης και της Στοκχόλμης, όπου έφτιαξαν τεράστιες περιουσίες.
Οι πλούσιες οικογένειες άφησαν λοιπόν το στίγμα τους, όχι μόνο στην ιστορία, αλλά και στην αρχιτεκτονική του τόπου, τον οποίον στήριξαν με σημαντικές δωρεές και ευεργεσίες. Το 1930 άρχισε η παρακμή του χωριού, στην οποία έπαιξαν ρόλο το οικονομικό Κραχ του 1929 και αργότερα ο Εμφύλιος Πόλεμος. Πολλά σπίτια καταστράφηκαν και το Νυμφαίο έμεινε, σταδιακά, με ελάχιστους κατοίκους.
Το Νυμφαίο έλαβε το φιλί της ζωής στη δεκαετία του 1980: η σημερινή του εικόνα είναι αυτή που οραματίστηκαν κι έκαναν πραγματικότητα παλιοί Νυμφαιώτες, με πρωτεργάτες τον Γιάννη Μπουτάρη και τον δημοσιογράφο-συγγραφέα Νικόλαο Μέρτζο, πρόεδρο του χωριού επί 12 χρόνια.
Με αξιοποίηση ευρωπαϊκών και κρατικών κονδυλίων, δηλαδή, δημιουργήθηκαν καλντερίμια, ανακαινίστηκε η πλατεία, αναστηλώθηκαν όλα τα αρχοντικά, ενώ χτίστηκαν και 50 καινούρια σπίτια σύμφωνα με τις αρχές της τοπικής, παραδοσιακής αρχιτεκτονικής.
Επίσης, εξωραΐστηκε ο ναός του Αγίου
Νικολάου, δημιουργήθηκαν νέα δίκτυα ύδρευσης και αποχέτευσης, υπόγεια δίκτυα
τηλεπικοινωνιών, λαογραφικό µουσείο, πάρκινγκ, κοινοτικός στάβλος με άλογα κ.ά.
Η αναγέννηση δεν ήταν αρκετή, ωστόσο, γιατί καθοριστικός παράγοντας για να διατηρηθεί το χωριό ζωντανό –και όχι απλά ως ένα ωραίο «σκηνικό»– ήταν οι άνθρωποι.
Πλέον, λοιπόν, έστω και λίγοι από τους κατοίκους μένουν εκεί όλο τον χρόνο χάρη στους παραδοσιακούς ξενώνες, στις ταβέρνες, στα δύο καφέ, στα μικρά μαγαζιά με τα παραδοσιακά προϊόντα και στο οινοπωλείο «Dadalina’s».
Τα σπίτια και τα οικοδομήματα του χωριού έχτισαν κυρίως συνεργεία μαστόρων, οι λεγόμενοι «κουδαραίοι», οι οποίοι προέρχονταν από το Ζουπάνι, το Επταχώρι, το Λέχοβο και άλλα χωριά. Ήρθαν για πρώτη φορά από τη Βόρεια Ήπειρο, κυνηγημένοι από τον Αλή Πασά και εφάρμοσαν την τέχνη που είχαν μάθει στην πατρίδα τους σε πολλά μέρη της Ελλάδας (και άλλων γειτονικών χωρών). Στα σπίτια χρησιμοποιήθηκε τοπική πέτρα, που υπήρχε σε αφθονία.
Η τέχνη των μαστόρων αυτών αποδείχθηκε απαράμιλλη, τόσο ως προς τη μορφή των κτισμάτων, όσο και με τις κατασκευαστικές λύσεις που έδωσαν. Μία από αυτές ήταν η χρήση λαμαρίνας στις στέγες –αντί για σχιστόπλακες– ώστε το χιόνι να γλιστράει και να μην τις επιβαρύνει, ούτε να τις διαβρώνει. Ήταν μια ειδική τεχνική κατασκευής, την οποία είχαν μάθει από τα ταξίδια τους στη Ρουμανία.
Φανταστείτε λοιπόν την αλλοτινή εικόνα του Νυμφαίου: στην ακμή του είχε (μεταξύ άλλων) 11 καφενεία, 12 παντοπωλεία, 5 μανάβικα, 10 κρεοπωλεία, 8 υποδηματοποιεία και άλλα 8 μαραγκούδικα, μαζί με κουρεία, ταβέρνες, φωτογραφείο, βιβλιοδετείο.
Επιπλέον, στον κεντρικό άξονα που διέσχιζε το χωριό υψωνόταν η Νίκειος Σχολή, χτισμένη το 1927-28 σε σχέδια που έφερε από τη Σουηδία ο ευεργέτης Ιωάννης Νίκου. Ο εξοπλισμός και τα εποπτικά της μέσα θεωρήθηκαν πρωτοποριακά για την εποχή.
Εκεί όπου συναντιούνταν τα καλντερίμια, επίσης, υπήρχαν κοινόχρηστες βρύσες στεγασμένες με λαμαρίνα. Έχουν αναφερθεί περίπου 13 και άλλες 32 μέσα στα σπίτια, οι αυλές των οποίων είχαν πηγάδια.
Τέλος, στην άκρη του οικισμού βρισκόταν –όπως και σήμερα– ο ναός του Αγίου Νικολάου: η τρίκλιτη βασιλική χτίστηκε το 1867, με δωρεά του Μίχα Τσίρλη. Μεγάλο μέρος της εκκλησίας κάηκε το 1947, στη διάρκεια του Εμφυλίου, ξαναχτίστηκε το 1951 και αναστηλώθηκε το 2000 για να εγκαινιαστεί το 2002. Διατηρούνται τα λιθανάγλυφα των εξωτερικών τοίχων.
Στο Νυμφαίο εδρεύει και η φημισμένη μη κερδοσκοπική οργάνωση «Αρκτούρος», που φιλοξενεί 21 αρκούδες. Ο «Αρκτούρος» ασχολείται με την προστασία της άγριας πανίδας της
Ένας σημαντικός λόγος για να έρθει κανείς στο Νυμφαίο είναι
ο «Αρκτούρος» (τηλ. 23860 41500, www.arcturos.gr). Η φημισμένη μη κυβερνητική
και μη κερδοσκοπική οργάνωση λειτουργεί εδώ από το 1992, έχοντας ως στόχο την
προστασία της άγριας πανίδας και του φυσικού περιβάλλοντος.
Αυτή τη στιγμή φιλοξενεί 21 αρκούδες σε μια συνολική έκταση 50 στρεμμάτων.
ΠΗΓΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ. travel.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου