Ένα μνημειώδες ναόσχημο πρόπυλο με τέσσερις, κορινθιακού τύπου κολόνες σε οδηγεί στον μαγικό κόσμο του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά.
Ένας εντυπωσιακός πολυέλαιος φωτίζει τη χρυσοποίκιλτη αίθουσα με τα βελούδινα καθίσματα –είναι ο ίδιος που κάποτε φώτιζε με γκάζι ένα κοινό που φορούσε καπέλα και γάντια.
Η τρίκλωνη μαρμάρινη σκάλα με το περίτεχνο κιγκλίδωμα, η φατνωματική οροφή του προθαλάμου, το υπέροχο φουαγέ που έχει φιλοξενήσει μερικούς από τους σημαντικότερους Έλληνες συνθέτες, ο διάκοσμος στα στηθαία των θεωρείων με τα ονόματα μεγάλων δραματουργών, τα αετώματα στις όψεις του κτιρίου – όλα μαζί και το καθένα ξεχωριστά μαγεύουν τον θεατή.
«Αναπέμψωμεν ευχαριστίας εις τον ύψιστον αξιώσαντα την πόλιν ημών μετά μακραίωνα σιγήν, ίνα δεξιώσηται αύθις τας Μούσας εις την γενέτειραν αυτών. Ευχηθώμεν δε επί τη ευκαιρία των εγκαινίων, ίνα η σκηνή αυτή λαμπρυνθή διά πνευματικών έργων ανταξίων εκείνων των προγόνων ημών και όπως διά της ευεργετικής αυτής επιδράσεως συντελέση εις τη διάπλασιν των ηθών και τον εξευγενισμόν της ημετέρας κοινωνίας». Με αυτά τα λόγια εγκαινίασε ο Δήμαρχος του Πειραιά, Θεόδωρος Ρετσίνας, το Δημοτικό Θέατρο της πόλης την Κυριακή 9 Απριλίου 1895, σε μια αίθουσα κατάμεστη από την πολιτική και πνευματική αφρόκρεμα της χώρας, αλλά και από εκπροσώπους ξένων χωρών. Η ευχή του έπιασε τόπο και το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά έμελλε να χαράξει ξεχωριστή πορεία στον χρόνο και να γίνει το λαμπρότερο τοπόσημο που έχει το «μεγάλο λιμάνι».
Τρεις δήμαρχοι χρειάστηκαν για να ολοκληρωθεί το μεγαλεπίβολο σχέδιο, με τον αρχικό προϋπολογισμό να διπλασιάζεται και το κόστος να φτάνει τις 900.000 δραχμές.
Ο Τρύφων Μουτζόπουλος συλλαμβάνει το 1882 την ιδέα ανέγερσης θεάτρου στην πόλη και τον Ιούνιο του 1884 θεμελιώνεται από τον Αριστείδη Σκυλίτση, ο οποίος όμως, τελικά, δεν έζησε να το εγκαινιάσει. Αρχιτέκτονας ήταν ο Πειραιώτης καθηγητής του Πολυτεχνείου, Ιωάννης Λαζαρίμος, που είχε σπουδάσει στο Πολυτεχνείο του Βερολίνου και στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού.
Κάθε άλλο, λοιπόν, παρά τυχαία είναι η επιλογή του να κατασκευάσει μια αίθουσα κατά τα γαλλικά πρότυπα, με πεταλόσχημη πλατεία και 23 εντυπωσιακά θεωρεία, συνολικής χωρητικότητας 1.400 θέσεων, λαμβάνοντας υπόψη του για τη διαρρύθμιση το παρισινό Théâtre d' Odéon και ακολουθώντας αρχιτεκτονικά την κλασικιστική παράδοση.
Στην επίσης γαλλικού τύπου τεράστια σκηνή του πάτησε ολόκληρο το ελληνικό θέατρο – σκηνοθέτες όπως ο Δημήτρης Ροντήρης, ο Αλέξης Σολομός και ο Κάρολος Κουν, αλλά και σπουδαίοι ηθοποιοί, όπως ο Αιμίλιος Βεάκης, ο Δημήτρης Χορν, ο Μάνος Κατράκης, ο Αλέξης Μινωτής, η Πειραιώτισσα Κατίνα Παξινού, η Κυβέλη, η Ασπασία Παπαθανασίου και αμέτρητοι άλλοι.
Αυτή η σκηνή ήταν που επιφύλαξε τη μεγαλύτερη έκπληξη κατά τη διάρκεια των εργασιών αποκατάστασης του θεάτρου.
Αφαιρώντας το πρόσθετο δάπεδο που είχε τοποθετηθεί, οι εργάτες αντίκρισαν κατάπληκτοι ένα κρυμμένο υποσκήνιο τριών επιπέδων με αναβατόρια, τροχαλίες, υποβολείο, ράγες κύλισης σκηνικών και οκτώ πασαρέλες με μηχανισμούς ανύψωσης σκηνικών, μηχανισμούς οι οποίοι σε μεγάλο βαθμό συνέχιζαν να λειτουργούν.
Η σκηνή, για την οποία η «Νέα Εφημερίς» είχε γράψει πως «είναι κάτι τι έκτακτον δι' ελληνικόν θέατρον», συντηρήθηκε, έχει σήμερα αναγνωριστεί ως μνημείο της ιστορίας της τεχνολογίας και είναι ένα από τα ελάχιστα σωζόμενα δείγματα της εποχής μπαρόκ στην Ευρώπη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου