Ο Τζον Γουίλιαμ Γουότερχαουζ (John William Waterhouse), ήταν Βρετανός ζωγράφος, που δραστηριοποιήθηκε στα τέλη της Βικτωριανής εποχής. Ήταν οπαδός των Προραφαηλιτών καλλιτεχνών και συνεχιστής του έργου τους.
Βιογραφικά στοιχεία
Ο Γουότερχαουζ γεννήθηκε στη Ρώμη της Ιταλίας από Βρετανούς γονείς, που ήταν και οι δυο ζωγράφοι.
Το 1854, ο νεαρός Γουότερχαουζ εγκαταστάθηκε μαζί με την οικογένειά του στο Λονδίνο, σ’ ένα νεόκτιστο σπίτι στο Νότιο Κένσινγκτον (South Kensington), πολύ κοντά στο Μουσείο Βικτωρίας και Αλβέρτου.
Το 1871 εγγράφεται και φοιτά στη Βασιλική Ακαδημία Τεχνών του Λονδίνου.
Το 1883 νυμφεύτηκε την Έστερ Κένγουορδι (1857 – 1944), κόρη ενός δάσκαλου τέχνης από το Ήλινγκ (Ealing), με την οποία όμως δεν απέκτησε παιδιά.
Το 1895, ο Γουότερχαουζ εκλέχτηκε ακαδημαϊκός, ως πλήρες μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας. Πέθανε στις 10 Φεβρουαρίου 1917 σε ηλικία 67 ετών, βαριά άρρωστος από καρκίνο, και ετάφη στο Κοιμητήριο Κένσαλ Γκριν του Λονδίνου.
Ο Γουότερχαουζ ξεκίνησε την καλλιτεχνική του σταδιοδρομία με κλασικά θέματα και έντονες επιρροές από το κλασικιστικό πνεύμα των Άλμα – Ταντέμα και Φρέντερικ Λέιτον και για κάποιο διάστημα ειδικεύτηκε σε ρωμαϊκά θέματα.
Στην πιο ώριμη όμως περίοδο της καριέρας του ανεξαρτητοποιείται από τα δεσμά της ακαδημαϊκής τεχνοτροπίας και δέχεται επιρροές από τους Προραφαηλίτες ζωγράφους, κυρίως από τον Έντουαρντ Μπερν – Τζόουνς, αλλά και από τους συγχρόνους του καλλιτέχνες του Ιμπρεσιονισμού.
Η θεματολογία των έργων του επικεντρώνεται σε σκηνές από τη μυθολογία της αρχαίας Ελλάδας, αλλά και τη ρωμαϊκή ιστορία.
Το 1874, εκθέτοντας το έργο του «Ο Ύπνος και ο ετεροθαλής αδελφός του ο Θάνατος» (Sleep and His Half-Brother Death) στη Βασιλική Ακαδημία, σημειώνει μεγάλη επιτυχία και παίρνει διθυραμβικές κριτικές.
Παρόμοια επιτυχία σημειώνει και με τους πίνακές του «Μετά τον χορό» (1876) και «Η επίσκεψη ενός άρρωστου παιδιού στο Ναό του Ασκληπιού» (1877). Ένα άλλο προσφιλές έργο του Γουότερχαουζ ήταν η «Οφηλία» (1888), με κάποιες φανερές επιρροές από τους πίνακες της Οφηλίας, που φιλοτέχνησαν οι Προραφαηλίτες ζωγράφοι Ντάντε Γκάμπριελ Ροσέτι και ο Τζων Έβερετ Μιλαί.
Ένα από τα πιο διάσημα έργα του Γουότερχαουζ είναι «Η Δεσποσύνη του Σαλότ» (The Lady of Shallot, 1888 - Πινακοθήκη Τέιτ, Λονδίνο), που το ζωγράφισε δυο ακόμη φορές στα 1894 και 1909 ή 1910, που προέρχεται από ένα ποίημα του Άλφρεντ Τένισον και είναι εμπνευσμένο από το μεσαιωνικό κύκλο των ιστοριών του Αρθούρου.
Διηγείται την τραγική ιστορία ενός απογοητευμένου κοριτσιού από τον αποτυχημένο έρωτά του με τον ιππότη Λάνσελοτ, ξεκινώντας για το τελευταίο ταξίδι της ζωής του. Το έργο αυτό αποτελεί μια εξαίρετη σπουδή στην τοπιογραφία – κάθε φύλλο και καλάμι έχουν σχεδιαστεί με καλλιτεχνική μαεστρία και η ίδια προσοχή έχει δοθεί και στις αντανακλάσεις του νερού.
Στη Βικτωριανή Αγγλία, ο συντηρητισμός και τα ήθη της κοινωνίας δεν επέτρεπαν τη δημόσια έκθεση του γυναικείου γυμνού, αν και είναι γνωστές οι πορνογραφικές φωτογραφήσεις της εποχής και στα σαλόνια ακόμη της υψηλής κοινωνίας.
Οι καλλιτέχνες για να παρακάμψουν τα κοινωνικά αυτά ταμπού, βρήκαν ως πρόσχημα τη ρεαλιστική απεικόνιση μυθολογικών κυρίως σκηνών, με προκλητικές παρά ταύτα παραστάσεις του γυναικείου γυμνού, που η συντηρητική αγγλική κοινωνία άρχισε βαθμιαία να κάνει αποδεκτές.
Ο Γουότερχαουζ δεν αποτελούσε εξαίρεση στις προκλήσεις της εποχής του και το 1896, κάτω από την επίδραση του Μπερν – Τζόουνς, ζωγράφισε τον αριστουργηματικό πίνακα «Ύλας και Νύμφες» (Πινακοθήκη Τέχνης, Μάντσεστερ), υιοθετώντας τα λαμπερά χρώματα και το γυναικείο τύπο των «φαμ φατάλ» της προραφαηλιτικής τεχνοτροπίας του Ροσέτι και του Μπερν – Τζόουνς.
Ο «Ύλας και οι Νύμφες» διηγείται τον κλασικό μύθο από την «Οδύσσεια» του Ομήρου: Ο Ύλας ήταν ένας από τους Αργοναύτες, συντρόφους του Ηρακλή. Όταν αποβιβάστηκαν στην Τροία, ο Ύλας βγήκε στη στεριά να βρει νερό κι ανακάλυψε μια πηγή που την κατοικούσαν νύμφες, οι οποίες με την αμβροσία διατηρούνταν πάντα νέες και όμορφες. Οι νύμφες αποπλάνησαν τον όμορφο Ύλα και ποτέ κανείς δεν ξανάκουσε γι αυτόν.
Ο Γουότερχαουζ στον πίνακά του, όπου οι νύμφες με τα μακριά ξέπλεκτα μαλλιά να πέφτουν στους γυμνούς ώμους, τα προκλητικά γυμνά στήθη και τα αισθησιακά πρόσωπά τους προσκαλούν τον πανέμορφο Ύλα στο βασίλειο των ερωτικών απολαύσεων, εκθειάζει τις αχαλίνωτες δυνάμεις της φύσης, ενώ αναδύεται συγχρόνως ένας συγκαλυμμένος ερωτισμός και ένας έντονος αισθησιασμός.
Το γυναικείο γυμνό το παρουσιάζει ο Γουότερχαουζ και σε άλλα έργα του, που έχει φιλοτεχνήσει σε διάφορες περιόδους της καλλιτεχνικής του πορείας, όπως είναι, μεταξύ άλλων: «Ναϊάς ή Ύλας με μια Νύμφη» (1893), «Η Σειρήνα» (περ. 1900), «Η Γοργόνα» (1901), «Ηχώ και Νάρκισσος» (1903), «Λάμια ΙΙ» (1909) κ. ά
ΠΗΓΗ. facebook
Έργα του Τζον Γουίλιαμ Γουότερχαουζ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου